Κήλες Κοιλιακού Τοιχώματος

Τί είναι οι κήλες και πού οφείλονται ?

Η λέξη κήλη προέρχεται από την αρχαία ελληνική γλώσσα και σημαίνει οίδημα ή εξόγκωμα. Στην ιατρική χρησιμοποιείται ως ένας γενικότερος όρος που υποδηλώνει την παθολογική προβολή ή πρόπτωση ενός εσωτερικού οργάνου ή ιστού μέσα από ένα χάσμα στο τοίχωμα της κοιλότητας που το περιβάλλει. Επομένως, μία κήλη μπορεί να εμφανισθεί σε διάφορα μέρη του σώματος και ανάλογα με την ανατομική της θέση παίρνει και το όνομά της, με πρώτο συνθετικό το όργανο που προβάλλει κάθε φορά (π.χ. μυοκήλη ή μηνιγγοκήλη ή δισκοκήλη κοκ). Οι πιο συνηθισμένες κήλες πάντως (και οι μόνες που ενδιαφέρουν τον γενικό χειρουργό) είναι οι κήλες του κοιλιακού τοιχώματος μέσα από τις οποίες προβάλλει κάποιο ενδοκοιλιακό σπλάχνο, περιβαλλόμενο από ένα σάκκο από τοιχωματικό περιτόναιο. Κάθε κήλη επομένως αποτελείται από το περιεχόμενο (συνήθως το λεπτό έντερο ή το μείζον επίπλουν), από το σάκκο και από τους ιστούς που περιβάλλουν το σάκκο. Εντός του σάκκου, εκτός από το λεπτό έντερο και το επίπλουν, μπορούν να βρεθούν και άλλα όργανα όπως οι σάλπιγγες και οι ωοθήκες, η σκωληκοειδής απόφυση, η ουροδόχος κύστη και τμήματα του παχέος εντέρου. Στις κήλες μικρής διάρκειας, ο σάκκος είναι λεπτός αλλά με την πάροδο του χρόνου γίνεται παχύτερος και ισχυρότερος. Ο σάκκος αποτελείται από τον πυθμένα, το σώμα και τον αυχένα ο οποίος αντιστοιχεί στο σημείο εξόδου της κήλης από το κοιλιακό τοίχωμα.

Κήλες Πρόσθιου Κοιλιακού Τοιχώματος

Με βάση την ανατομική τους θέση, οι κήλες του κοιλιακού τοιχώματος ταξινομούνται περαιτέρω ως εξής (σε παρένθεση δίνεται κατά προσέγγιση η συχνότητα της καθεμίας επί του συνόλου των κηλών):
1. Κήλες της μηροβουβωνικής χώρας. Είναι οι συνηθέστερες όλων και διακρίνονται σε βουβωνοκήλες (75%) και μηροκήλες (3-5%).
2. Κήλες του πρόσθιου κοιλιακού τοιχώματος ή κοιλιοκήλες. Περιλαμβάνουν τις ομφαλοκήλες (12%), τις μετεγχειρητικές κήλες (10%), τις επιγαστρικές κήλες (0,5%) και τις κήλες του Spigeli (σπάνιες).
3. Κήλες του οπίσθιου κοιλιακού τοιχώματος ή οσφυοκήλες (πολύ σπάνιες).
4. Κήλες του πυελικού εδάφους. Είναι επίσης πολύ σπάνιες και περιλαμβάνουν τις κήλες του θυροειδούς και του ισχιακού τρήματος.
Στις κήλες του κοιλιακού τοιχώματος κανονικά ταξινομούνται και οι διαφραγματοκήλες, αφού το διάφραγμα διαμορφώνει το άνω τοίχωμα της κοιλιακής κοιλότητας. Οι διαφραγματοκήλες όμως αποτελούν ειδική κατηγορία, είναι εσωτερικές, συνδέονται αιτιολογικά με την γαστρο-οισοφαγική παλινδρόμηση και περιγράφονται ξεχωριστά. Οι κήλες επομένως μπορούν να διακριθούν σε εσωτερικές όταν το σπλάχνο διέρχεται δια μέσου ενός περιτοναϊκού ή μεσεντερικού τρήματος χωρίς όμως να προβάλλει προς τα έξω και σε εξωτερικές όταν το σπλάχνο διέρχεται δια μέσου ενός χάσματος στους μυς του κοιλιακού τοιχώματος και εμφανίζεται σαν μία ψηλαφητή διόγκωση κάτω από το δέρμα. Διακρίνονται επίσης σε συγγενείς όταν είναι παρούσες κατά τη γέννηση και σε επίκτητες όταν αναπτύσσονται κατά τη διάρκεια της ζωής ενός ατόμου.

Βουβωνοκήλη

Θεωρητικά οι κήλες μπορούν να συμβούν οπουδήποτε στο κοιλιακό τοίχωμα. Κατά κανόνα όμως εμφανίζονται σε θέσεις μειωμένης αντίστασης όπως είναι κάποια φυσιολογικά ανοίγματα στο κοιλιακό τοίχωμα δια μέσου των οποίων εισέρχονται ή εξέρχονται άλλα όργανα. Τέτοια ανοίγματα είναι για παράδειγμα ο βουβωνικός πόρος (λοξή βουβωνοκήλη), ο μηριαίος δακτύλιος (μηροκήλη) και ο ομφαλός (ομφαλοκήλη). Εξασθένηση των κοιλιακών τοιχωμάτων όμως μπορεί να συμβεί και μετά από μία εγχείρηση στην κοιλιά (μετεγχειρητική κήλη), με την πάροδο της ηλικίας (ευθεία βουβωνοκήλη) και από νοσήματα όπως μυϊκή ατροφία ή νοσογόνος παχυσαρκία. Τέλος, η πιθανότητα να σχηματισθεί μία κήλη αυξάνεται σημαντικά σε καταστάσεις που προκαλούν χρόνια αύξηση της ενδοκοιλιακής πίεσης όπως είναι ο χρόνιος βήχας, η δυσκοιλιότητα και ο ασκίτης. Είναι αμφισβητήσιμο όμως εάν η βαριά σωματική άσκηση ή εργασία προδιαθέτει στην ανάπτυξη κηλών εάν δεν συνυπάρχουν και άλλοι παράγοντες.

Οσχεοκήλη

Πώς εκδηλώνονται οι κήλες ?

Τυπικά, η κήλη παρουσιάζεται ως μία μαλακή, ευπίεστη και ανώδυνη διόγκωση κάτω από το δέρμα η οποία εξαφανίζεται με την κατάκλιση ή με κατάλληλους χειρισμούς (ανάταξη της κήλης) και επανεμφανίζεται στην όρθια θέση ή με την αύξηση της ενδοκοιλιακής πίεσης (όπως π.χ. με τον βήχα). Τα ενοχλήματα που προκαλεί είναι συνήθως ήπια, όπως αίσθημα βάρους ή έλξης στην περιοχή της κήλης, ιδίως μετά από παρατεταμένη ορθοστασία. Κατά κανόνα ο ασθενής δεν αναφέρει πόνο, εκτός ίσως από σπάνιες περιπτώσεις που προκαλείται ερεθισμός του περιτοναίου στην περιοχή του αυχένα, οπότε είναι δυνατό να συνυπάρχει ήπιο άλγος στην περιοχή. Κατά την κλινική εξέταση, όταν ζητηθεί από τον ασθενή να βήξει, το περιεχόμενο της κήλης προβάλλει προς τα έξω και ο χειρουργός αισθάνεται στην άκρη των δακτύλων του τη λεγόμενη ώση του βήχα. Η διάγνωση μίας κήλης βασίζεται σχεδόν αποκλειστικά στην κλινική εξέταση αλλά αν χρειαστεί μπορεί να επιβεβαιωθεί με απεικονιστικές μεθόδους όπως το υπερηχογράφημα ή η αξονική τομογραφία.
Με την πάροδο του χρόνου, λόγω χρόνιου ερεθισμού, δημιουργούνται συμφύσεις μεταξύ του προπίπτοντος σπλάχνου και της εσωτερικής επιφάνειας του σάκκου με αποτέλεσμα να καθίσταται αδύνατη η ανάταξη της κήλης, δηλαδή η επιστροφή του σπλάχνου στην περιτοναϊκή κοιλότητα (μη ανατασσόμενη κήλη). Παρ’ ότι μία κήλη μπορεί να είναι μη ανατασσόμενη, σε πρώτη φάση τουλάχιστον διατηρείται η αιμάτωση του σπλάχνου και η βατότητα του αυλού του. Δεν υπάρχει δηλαδή αποφρακτικός ειλεός ή περίσφιξη. Συνήθως δε, διατηρείται και η ώση του βήχα κατά την κλινική εξέταση. Περίσφιξη μίας κήλης επέρχεται όταν το περιεχόμενο του σάκκου στραγγαλισθεί κατά τον αυχένα του, γεγονός που συμβαίνει συνήθως μετά από απότομη άρση βάρους ή αύξηση της ενδοκοιλιακής πίεσης από άλλη αιτία. Αρχικά επηρεάζεται η λεμφική και η φλεβική ροή με αποτέλεσμα να δημιουργείται ιστικό οίδημα το οποίο επιτείνει την περίσφιξη και σε δεύτερο χρόνο οδηγεί σε διακοπή της αρτηριακής ροής, σε απόφραξη του αυλού και τελικά σε νέκρωση του τοιχώματος του εντέρου μέσα σε λίγες ώρες. Στις περιπτώσεις αυτές κήλη καθίσταται μη ανατασσόμενη, είναι ιδιαίτερα επώδυνη στην ψηλάφηση και δεν υπάρχει ώση κατά τον βήχα. Ο ασθενής επίσης εμφανίζει εικόνα αποφρακτικού ειλεού, δηλαδή κωλικοειδές κοιλιακό άλγος, μετεωρισμό, εμέτους και αναστολή της αποβολής αερίων και κοπράνων. Η περισφιγμένη κήλη έχει υψηλή νοσηρότητα αλλά και θνητότητα και απαιτεί κατεπείγουσα χειρουργική αντιμετώπιση.

Επιπλοκές Βουβωνοκήλης

Πώς αντιμετωπίζονται οι κήλες ?

Η αντιμετώπιση των κηλών είναι αμιγώς χειρουργική. Όλες οι κήλες, ανεξαρτήτως μεγέθους και εντόπισης, πρέπει να χειρουργούνται τόσο για την αντιμετώπιση των συμπτωμάτων που ενδεχομένως να προκαλούν αλλά κυρίως για την αποφυγή της ιδιαίτερα σοβαρής επιπλοκής της περίσφιξης. Δυστυχώς, όλες οι κήλες, ακόμα και οι πιο μικρές, διατρέχουν τον κίνδυνο της περίσφιξης χωρίς το ενδεχόμενο αυτό να μπορεί να προβλεφθεί ή να προληφθεί. Μία γρήγορη κίνηση ή και ένας βήχας μπορεί να οδηγήσει σε απότομη αύξηση της ενδοκοιλιακής πίεσης και να πυροδοτήσει το μηχανισμό της περίσφιξης όπως αναφέρθηκε παραπάνω. Οι κηλεπίδεσμοι που συχνά χρησιμοποιούνται με σκοπό να μειώσουν τον κίνδυνο της περίσφιξης είναι αναποτελεσματικοί, ενώ αντιθέτως μετά από παρατεταμένη χρήση μπορεί να κάνουν την χειρουργική αντιμετώπιση μιας κήλης πιο δύσκολη τεχνικά και ίσως λιγότερο αποτελεσματική, λόγω της ατροφίας που μπορεί να προκαλέσουν στους ιστούς πέριξ της κήλης.
Η χειρουργική αποκατάσταση οποιασδήποτε κήλης περιλαμβάνει δύο βασικά βήματα: σε πρώτη φάση γίνεται η ανάταξη του σάκκου της κήλης μαζί με το περιεχόμενό της και στη συνέχεια διενεργείται η αποκατάσταση του χάσματος στο κοιλιακό τοίχωμα που είναι άλλωστε και το γενεσιουργό αίτιο της κήλης. Τα τελευταία χρόνια, η αποκατάσταση του χάσματος της κήλης σχεδόν πάντα επιτυγχάνεται με τη χρήση ειδικών συνθετικών πλεγμάτων τα οποία είναι ιδιαίτερα ανθεκτικά και αδρανή (δηλαδή δεν προκαλούν αντίδραση ξένου σώματος). Επιπροσθέτως, σε σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα ενσωματώνονται στα κοιλιακά τοιχώματα, ενισχύουν την αντοχή τους και μειώνουν σημαντικά τον κίνδυνο υποτροπής της κήλης.

Χειρουργική Αποκατάσταση Βουβωνοκήλης

Υπάρχουν δύο βασικές μέθοδοι για την χειρουργική αποκατάσταση των κηλών του κοιλιακού τοιχώματος: η ανοιχτή μέθοδος και η λαπαροσκοπική. Η ανοιχτή μέθοδος απαιτεί, ανάλογα και με το μέγεθος της κήλης, τη χρήση μίας αλλά αρκετά μεγάλης τομής ενώ η λαπαροσκοπική μέθοδος πραγματοποιείται μέσω πολύ μικρών οπών στο πρόσθιο κοιλιακό τοίχωμα και με τη χρήση κάμερας και ειδικών εργαλείων. Μακροπρόθεσμα, οι δύο μέθοδοι θεωρούνται ισοδύναμες σε σχέση με την αποτελεσματικότητά τους, έχουν δηλαδή παρόμοια και, εφόσον γίνουν σωστά, πολύ χαμηλά ποσοστά υποτροπών. Η λαπαροσκοπική μέθοδος όμως έχει κάποια πολύ σαφή πλεονεκτήματα συγκρινόμενη με την ανοιχτή: σχετίζεται με σημαντικά λιγότερο πόνο κατά την μετεγχειρητική περίοδο, διευκολύνει την ταχύτερη κινητοποίηση του ασθενούς και επιτρέπει την συντομότερη επιστροφή στην εργασία του και στις κανονικές του δραστηριότητες. Η λαπαροσκοπική μέθοδος επομένως όχι μόνο είναι πιο σύγχρονη αλλά υπερέχει σαφώς της ανοιχτής μεθόδου συνολικά. Κατά συνέπεια αποτελεί πλέον τη μέθοδο εκλογής για την αντιμετώπιση των περισσοτέρων κηλών του κοιλιακού τοιχώματος.

Χειρουργική Αποκατάσταση Βουβωνοκήλης με Πλέγμα